- συνεκθερμαίνω
- συν-εκ-θερμαίνω, mit oder zugleich erwärmen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
συνεκθερμαίνω — Α 1. εκθερμαίνω συγχρόνως 2. καθιστώ κάποιον ή κάτι θερμό, όπως είμαι ο ίδιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκθερμαίνω «θερμαίνω, εμψυχώνω»] … Dictionary of Greek
θερμαίνω — (ΑΜ θερμαίνω) 1. κάνω θερμό κάτι, ζεσταίνω (α. «θερμαίνω νερό» β. «ἥλιος θερμαίνων χθόνα», Ευρ.) 2. ενισχύω, εμψυχώνω (α. «τόν θέρμανε η συζήτηση». β. «θερμαίνει φιλότατι νόον», Πίνδ.) 3. παθ. θερμαίνομαι α) είμαι ή γίνομαι θερμός, προσλαμβάνω… … Dictionary of Greek